- ήγημα
- ἥγημα, τὸ (Α) [ηγούμαι]1. καθετί που οδηγεί, οδηγία2. σκέψη, σκοπός («ἔχει τὸ ἥγημα εἰσελθεῑν εἰς τὸν Λίβανον», ΠΔ).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἥγημα — that which guides neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγήματι — ἥγημα that which guides neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηγούμαι — (AM ἡγοῡμαι, έομαι, Α δωρ. τ. ἁγοῡμαι) 1. είμαι οδηγός, προπορεύομαι, προηγούμαι, δείχνω τον δρόμο («ὥς εἰπών ἡγεῑθ , ἡ δ ἕσπετο Παλλάς Ἀθήνη», Ομ. Οδ.) 2. είμαι αρχηγός, προΐσταμαι, διευθύνω πρωτοστατώ («ηγούμαι τής επαναστάσεως») 3. (μτχ. ενεστ … Dictionary of Greek